- φιλόποτμος
- φῐλό-ποτμος, ον,A fond of misery, unfortunate, Plu.2.986d ([comp] Sup.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόποτμος — ον, Α αυτός που συνήθως είναι δύστυχος, αυτός που βρίσκεται σε δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πότμος «μοίρα, τύχη, συνήθως κακή»] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek